- λαρυγγοσκόπηση
- [-ις (-εως)], λαρυγγοσκόπία η мед. ларингоскопия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λαρυγγοσκόπηση — Μέθοδος εξέτασης του λάρυγγα. Χρησιμοποιείται είτε καθρέφτης, που δίνει μέσω ανάκλασης την εικόνα του εσωτερικού του λάρυγγα (έμμεση λ.) είτε ένας άκαμπτος σωλήνας ενδοσκόπησης, που ονομάζεται λαρυγγοσκόπιο (άμεση λ.) και χρησιμοποιείται όταν η… … Dictionary of Greek